- επιθρήνητος
- ἐπιθρήνητος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀξιοθρήνητος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίσφατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθρήνητος καὶ μοχθηρᾱς ἐπιφωνήσεως ἄξιος, ἐπονείδιστος». επίρρ... περισφάτως 1. κατά τρόπο επονείδιστο 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιωδύνως, περιβοήτως» 3. φρ. «περισφάτως ἔχω» είμαι λυπημένος, μελαγχολικός (Τραγ. Αδέσπ.).… … Dictionary of Greek